πρόσχορος

πρόσχορος
-ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε χορό
2. φρ. «οἶκοι πρόσχοροι» — εξωτερικά δωμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + χορός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρόσχορος — belonging to a chorus masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσχορον — πρόσχορος belonging to a chorus masc/fem acc sg πρόσχορος belonging to a chorus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχόρων — πρόσχορος belonging to a chorus masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”